3.5.11

ΓΑΛΛΙΚΗ ΜΠΑΡΟΚ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΗ ΑΘΗΝΑ


      Ο τσεμπαλίστας Ιάκωβος Παππάς, έδωσε πρόσφατα στη Παλαιά Βουλή (σε συνεργασία με την ΑΡΤΕΜΩΝ) μια συναυλία με έργα για τσέμπαλο της οικογένειας των Κουπρέν. Γνωστός στη Γαλλία για την εργασία του πάνω στην Γαλλική μουσική μπαρόκ και ειδικά στην Γαλλική κωμική όπερα, παρουσίασε τα έργα αυτά της οικογένειας των Κουπρέν που ερμηνεύονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

    Είχαμε την ευκαιρία με αυτό το ρεσιτάλ να γνωρίσουμε όχι μόνο τους σημαντικότατους αυτούς συνθέτες αλλά και να αποκτήσουμε μια εικόνα της μουσικής για τσέμπαλο που καλύπτει πάνω απο έναν αιώνα. Οι συγκρίσεις μεταξύ των διαφορετικών μορφών γραφής και ύφους υπογραμμίστηκαν
με τον αρτιότερο τρόπο από τον Ι.Παππά, και της εξαιρετικής τεχνικής του που τον
καθιστούν αναμφισβήτητα πρωτοπόρο στο είδος αυτό της μουσικής στην χώρα μας . Ήταν
μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συναυλία, που δυστυχώς λόγω της ώρας που δόθηκε δεν είχε
και το αναμενόμενο κοινό.

     Κατά την διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας (19/4), επανήλθε ο Ι.Παππάς στην Γαλλική Μπαρόκ μουσική, αυτή τη φορά με μια συναυλία στην Γερμανική Εκκλησία με θρησκευτικά έργα του Μ.Α.Σαρπαντιέ.
Η συναυλία δόθηκε σε συνεργασία με την ΑΡΤΕΜΩΝ και το Κέντρο Παλαιάς Μουσικής. Σολίστες
ήταν οι Μ.Δήμα, Σ.Εμμανουηλίδου, Α.Λε Ρού, Β.Αγγελάκης, Δ.Σταυριανός και Θ.Μπιράκος.
Το φωνητικό σύνολο ερμήνευσε με υποδειγματικό τρόπο τα δυσκολότατα αυτά έργα του
Σαρπαντιέ που για πρώτη φορά παρουσιάζονται στη χώρα μας. Από τους σολίστες ξεχώρισαν
ιδιαίτερα η Μ.Δήμα και ο Β.Αγγελάκης.

Μια έκπληξη περίμενε το κοινό όταν ο Ι.Παππάς ερμήνευσε στο
εκκλησιαστικό όργανο την Σουίτα για όργανο από το πρώτο βιβλίο του Ζ.Μπουαβέν, συνθέτη
άγνωστο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό υποθέτω. Η συναυλία αυτή έδωσε στο κοινό
την ευκαιρία να γνωρίσει την μουσική ενός μεγάλου Γάλλου συνθέτη , που είναι ιδιαίτερα
απαιτητική, και που σπάνια ερμηνεύεται στη χώρα μας, μια και η προτίμηση των ειδικών
κλείνει περισσότερο υπέρ της Ιταλικής μουσικής και του Χαίντελ. Ας ελπίσουμε πως
και άλλοι ερμηνευτές της μπαρόκ μουσικής θα θελήσουν να ασχοληθούν με την Γαλλική
Σχολή που έχει όμως ιδιαίτερες τεχνικές απαιτήσεις. Η αρχή πάντως έγινε, ας ελπίσουμε
για την συνέχεια. Ιδού λοιπόν η Ρόδος.....

H “ΣΧΑΡΑ” ΤΟΥ ΜΙΛΑΝΟΥ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ..


            Η πρώτη συνεργασία του Μεγάρου Μουσικής με την περίφημη Σκάλα του Μιλάνου εγκαινιάσθηκε με την παρουσίαση της “Μαρία Στουάρντα” του Ντονιτζέττι μια από τις πιό
αδύναμες δραματικά όχι όμως και μουσικά ,όπερες του συνθέτη.
Η  σκηνοθετική άποψη του Πιέρ Λουίτζι Πίτζι, έχει πλέον εγκαταλείψει τα υπέροχα “Μπαρόκ” άσπρα σκηνικά εμπνευσμένα από γκραβούρες και αρχιτεκτονικά σχέδια εποχής, για χάρη πιο αφαιρετικών
,σχεδόν γραμμικών σκηνικών σε γκρίζα και μαύρα ως επί το πλείστον χρώματα.

Έτσι το βασικό σκηνικό, έξυπνο στην σύλληψή του, με τεράστιες σχάρες, θύμιζε περισσότερο θεμέλια μιας μεγάλης αρχιτεκτονικής κατασκευής, παρά φυλακή.
Το δάσος όπου κυνηγούσε η Ελισάβετ δεν φάνηκε πουθενά, και αντικαταστάθηκε με φωτισμούς ατμοσφαιρικούς, σε πράσινο χρώμα. Σε γενικές γραμμές η σκηνοθεσία στάθηκε μάλλον αμήχανα σε ένα έργο στατικό από την φύση του, όπου τα ατέλειωτα ντουέτα και τις  μεγάλες άριες, έκλεισε η τελική, χωρίς τελειωμό σκηνή του θανάτου της Στιούαρτ.
Η διανομή που παρακολούθησα (14/3) ήταν υποδειγματική. Η Ιρινα Λούνγκου
ήταν μια εξαιρετική Στιούαρτ, στα χνάρια της Τ.Σάδερλαντ, τραγούδησε με πάθος
και τεχνική τα δύσκολα περάσματα του ρόλου, ιδιαίτερα στην τελική σκηνή ήταν
συγκινητικότατη.

 Η Ελενα Μπελφιόρε, αντιμετώπισε τον δύστροπο ρόλο της Ελισσάβετ με σιγουριά και τεχνική αρτιότητα στο τραγούδι της, είναι ένας ρόλος πιο δύσκολος από της Στιούαρτ γιατί απαιτεί μια φωνή οριακή μεταξύ μιας μέτζο και δραματικής σοπράνο με ευκολίες στις κολορατούρες.

Οι αντρικές φωνές ήταν εξαιρετικές, με πρώτη και καλύτερη την εκφραστική λυρική φωνή του Φ.Ντεμούρο στον ρόλο του Λέστερ, ένα τενόρο με μεγάλες ικανότητες και του Μ.Παλάτζι στον
ρόλο του Τάλμποτ.

Τέλος να αναφέρουμε και την πολύ καλή παρουσία της δικής μας Ελένης Βουδουράκη, που στάθηκε επάξια δίπλα σε τέτοιους καλλιτέχνες.

Η μεγάλη έκπληξη της βραδιάς ήταν η άψογη μουσική ερμηνεία της όπερας από την Κρατική Ορχήστρα και την εξαιρετική Χορωδία της ΕΡΤ, υπό την διεύθυνση του μεγάλου Ρίτσαρντ Μπόνυνγκ, του μαέστρου που ήταν και υπεύθυνος για την πρώτη παρουσίαση της όπερας με την αξέχαστη
Τ.Σάδερλαντ, στην εποχή μας. Ο τρόπος που διηύθυνε το έργο ,μας θύμισε τις καλές χρυσές εποχές της όπερας, όταν η καριέρα του μεσουρανούσε σε αυτό το ρεπερτόριο.

Ας ελπίσουμε και σε άλλες τέτοιες συνεργασίες.

31.1.11

Η ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ «ΤΟΣΚΑ» ΤΗΣ ΕΛΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ.

Η «Τόσκα» του Νίκου Πετρόπουλου, ήταν ανέκαθεν μία από τις πιο επιτυχημένες παραγωγές της ΕΛΣ. Η σκηνοθεσία επηρεασμένη από την αισθητική του «φιλμ νουάρ» με εκπληκτικά μαυρόασπρα σκηνικά, στην μεγάλη σκηνή της Αίθουσας Τριάντη έδειχναν πολύ εντυπωσιακά. Το σκηνικό , ιδιαίτερα στην τελευταία Πράξη θύμιζε εξπρεσιονιστικές ταινίες της δεκαετίας του 20,κάτι που ταίριαζε με την όλη αισθητική της παράστασης που κινήθηκε σε υψηλά επίπεδα. Όπως πάντα ο Ν. Πετρόπουλος με την σκηνοθετική του μπαγκέτα μας μετέφερε σε έναν μαγικό κόσμο.
Στο φωνητικό επίπεδο τα πράγματα κινήθηκαν σε ανόμοια επίπεδα.
Η Α! Διανομή (16/1) , ήταν ανομοιογενής. Η Τ. Καρούζο μπορεί να διαθέτει μια λυρική φωνή, με όμορφο χρώμα, όμως η Τόσκα σαν ρόλος είναι έξω από τις δυνατότητές της. Το τραγούδι της ήταν νευρικό, χωρίς λυρικές εξάρσεις, και έδειχνε να φτάνει τη φωνή στα απόλυτα όριά της. Ο Σ. Νήλ, που είχαμε δει και στο Ηρώδειο στην «Αίντα» ήταν ένας λυρικοδραματικός Καβαραντόσσι, με μεστή δυνατή φωνή, η καλύτερη ίσως παρουσία της βραδιάς. Πολύ καλός και ο Δ.Πλατανιάς στον ρόλο του Σκάρπια . Η φωνή του με τον καιρό αποκτά όγκο και ένταση, και είναι σίγουρο πως θα φθάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Η Ορχήστρα και η Χορωδία της ΕΛΣ έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους σε μια καλή αλλά συμβατική ερμηνεία.
Τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά στην Β! Διανομή (18/1) όπου νόμιζε κανείς πως άκουγε ένα τελείως διαφορετικό έργο. Θεωρώ πως η παράσταση αυτής της βραδιάς θα μείνει ιστορική. Αρχίζοντας πρώτα με την μοναδική ερμηνεία της Τ.Κοστέα που με μια λυρική , ευέλικτη αισθησιακή φωνή, τραγούδησε τον ρόλο της Τόσκα άψογα. Ήταν μια πραγματική αποκάλυψη , ιδιαίτερα στην μεγάλη της άρια όπου έφερε δάκρυα στα μάτια πολλών θεατών. Εξαιρετικός και ο Ρ.Πελιτζάρι στον ρόλο του Καβαραντόσσι, με μια φωνή που θύμιζε τον Καρρέρας στα νιάτα του, ενώ ο Σκάρπια του Α.Γκατζάλε ήταν υποδειγματικός τόσο σε φωνητικό όσο και σε δραματικό επίπεδο. Με την πρώτη του φράση στην εκκλησία ένοιωθε κανείς την γοητεία και τον μαγνητισμό που μπορεί να διαθέτει αυτό το πρόσωπο, αλλά και τον διαστροφικό του χαρακτήρα.
Έβλεπε κανείς πως αυτή η διανομή είχε δουλέψει και δέσει πολύ περισσότερο από την πρώτη, ήταν μια παράσταση όπου όλοι οι συντελεστές ακόμα και οι πιο μικροί ρόλοι (Ο εξαιρετικός Τ.Αποστόλου ως Αντζελόττι, ο απολαυστικός Χ.Σταμπόγλης ως νεωκόρος, ο Π.Σαμψάκης και ο Φ.Δελλατόλας ως οι έμπιστοι του Σκάρπια και ο γνωστός μας Χ.Αμβράζης ως δεσμοφύλακας), έδωσαν σάρκα και οστά σε μια μοναδική παράσταση.
Ο Λουκάς Καρυτινός διηύθυνε με σίγουρο χέρι και δραματικές εξάρσεις όπως και τα λυρικά περάσματα της παρτιτούρας, δίνοντάς μας μια υπέροχη ερμηνεία.
ΑΛΕΞΗΣ ΣΠΑΝΙΔΗΣ

29.1.10

‘ΜΑΡΑΘΩΝ – ΣΑΛΑΜΙΣ’, ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΑΡΡΕΡ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΗ ΛΥΡΙΚΗ

Παρακολουθώντας το έργο «Μαραθών-Σαλαμίς» του Π.Καρρέρ για δεύτερη φορά στη Λυρική Σκηνή, είχα την ευκαιρία να επανεκτιμήσω ένα ξεχασμένο έργο που μετά από αρκετά χρόνια επανήλθε, και δικαίως, στη σκηνή του μοναδικού Λυρικού Θεάτρου της χώρας μας.
Τα συναισθήματα ήταν ανάμικτα, σίγουρα το έργο αυτό του Καρρέρ παρ’όλες τις αδυναμίες του, αξίζει μια θέση στο ρεπερτόριο της ΕΛΣ. Δεν μπόρεσα να αποφύγω όμως την σκέψη του τι θα είχε γράψει ένας Βέρντι ,αν είχε στη διάθεσή του το λιμπρέτο της όπερας. Η μουσική του Καρρέρ σίγουρα είναι επηρεασμένη από τον μεγάλο Ιταλό συνθέτη, διαθέτει όμως πολλά στοιχεία που του δίνουν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Είναι κρίμα όμως που η Ορχήστρα υπό τον Β.Φιδετζή παρέμεινε σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης τονίζοντας μόνο τα θορυβώδη στοιχεία της παρτιτούρας, δεν ακούσαμε ούτε μια νότα κάτω από φορτίσιμο, αναγκάζοντας και τους τραγουδιστές σε μια αντίστοιχη αντιμετώπιση, κάτι που σίγουρα θα έχει αντίκτυπο στις φωνές τους, ιδιαίτερα σε μια εξαιρετικά απαιτητική τεχνικά παρτιτούρα, και τους ακροατές σε έναν μόνιμο πονοκέφαλο.
Οι σολίστες που ερμήνευσαν το έργο το έκαναν με μεγάλη αγάπη για το έργο, και απέδειξαν για μια ακόμα φορά πως όταν θέλουν μπορούν να κάνουν θαύματα. Εξαιρετική η Σ. Κυανίδου σε έναν από τους δυσκολότερους ρόλους της καριέρας της, τραγούδησε με τεχνική και μουσικότητα, όπως και ο Α.Κορωναίος που με χαρά τον ξαναείδαμε στη σκηνή της ΕΛΣ. Μια από τις εκπλήξεις της βραδιάς ήταν η Μ. Παπαλεξίου στο ρόλο της Μυρτώς. Πολύ καλοί και ο Κ Πατσαλίδης, Τ.Αποστόλου και Β.Μαιφάτοβα, κάπως υποτονικός όμως ο Δ.Κασιούμης. Η Χορωδία της ΕΛΣ τραγούδησε με την ψυχή της, ενώ οι χορευτές Ι.Σιάτζκο και Β.Μπιζιντή έδωσαν μια ιδιαίτερη νότα στη σκηνή του μαντείου.
Η σκηνοθεσία του Ι.Σιδέρη ήταν κατα την άποψή μου υποδειγματική. Αποφεύγοντας την «αρχαία χλαμύδα» και τον απόλυτο μοντερνισμό, κινήθηκε, και πολύ σωστά σε μια «ψευδοιστορική» άποψη που πέτυχε την απόλυτη οπτική ισορροπία σε ένα έργο που μπορεί να γίνει πολύ εύκολα κιτς. Τα κοστούμια του Γ.Μετζικώφ ανέβασαν τον πήχη της παράστασης με τα υπέροχα χρώματα, και τις τόσο όμορφες μάσκες που χρησιμοποίησε. Ιδιαίτερα μου άρεσε η ιδέα της προβολής της ανατολής του ήλιου στη τελευταία πράξη του έργου που δημιούργησε μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα με τη υπέροχη μουσική του Καρρέρ.
Σε γενικές γραμμές είναι μια παραγωγή για την οποία η Λυρική πρέπει να είναι υπερήφανη για όλους ανεξαιρέτως τους συντελεστές της, και ας ελπίσουμε πως θα είναι το εφαλτήριο για την παρουσίαση και άλλων ξεχασμένων Ελληνικών Λυρικών έργων.
ΑΛΕΞΗΣ ΣΠΑΝΙΔΗΣ