29.1.10

‘ΜΑΡΑΘΩΝ – ΣΑΛΑΜΙΣ’, ΤΟ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΑΡΡΕΡ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΗ ΛΥΡΙΚΗ

Παρακολουθώντας το έργο «Μαραθών-Σαλαμίς» του Π.Καρρέρ για δεύτερη φορά στη Λυρική Σκηνή, είχα την ευκαιρία να επανεκτιμήσω ένα ξεχασμένο έργο που μετά από αρκετά χρόνια επανήλθε, και δικαίως, στη σκηνή του μοναδικού Λυρικού Θεάτρου της χώρας μας.
Τα συναισθήματα ήταν ανάμικτα, σίγουρα το έργο αυτό του Καρρέρ παρ’όλες τις αδυναμίες του, αξίζει μια θέση στο ρεπερτόριο της ΕΛΣ. Δεν μπόρεσα να αποφύγω όμως την σκέψη του τι θα είχε γράψει ένας Βέρντι ,αν είχε στη διάθεσή του το λιμπρέτο της όπερας. Η μουσική του Καρρέρ σίγουρα είναι επηρεασμένη από τον μεγάλο Ιταλό συνθέτη, διαθέτει όμως πολλά στοιχεία που του δίνουν μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Είναι κρίμα όμως που η Ορχήστρα υπό τον Β.Φιδετζή παρέμεινε σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης τονίζοντας μόνο τα θορυβώδη στοιχεία της παρτιτούρας, δεν ακούσαμε ούτε μια νότα κάτω από φορτίσιμο, αναγκάζοντας και τους τραγουδιστές σε μια αντίστοιχη αντιμετώπιση, κάτι που σίγουρα θα έχει αντίκτυπο στις φωνές τους, ιδιαίτερα σε μια εξαιρετικά απαιτητική τεχνικά παρτιτούρα, και τους ακροατές σε έναν μόνιμο πονοκέφαλο.
Οι σολίστες που ερμήνευσαν το έργο το έκαναν με μεγάλη αγάπη για το έργο, και απέδειξαν για μια ακόμα φορά πως όταν θέλουν μπορούν να κάνουν θαύματα. Εξαιρετική η Σ. Κυανίδου σε έναν από τους δυσκολότερους ρόλους της καριέρας της, τραγούδησε με τεχνική και μουσικότητα, όπως και ο Α.Κορωναίος που με χαρά τον ξαναείδαμε στη σκηνή της ΕΛΣ. Μια από τις εκπλήξεις της βραδιάς ήταν η Μ. Παπαλεξίου στο ρόλο της Μυρτώς. Πολύ καλοί και ο Κ Πατσαλίδης, Τ.Αποστόλου και Β.Μαιφάτοβα, κάπως υποτονικός όμως ο Δ.Κασιούμης. Η Χορωδία της ΕΛΣ τραγούδησε με την ψυχή της, ενώ οι χορευτές Ι.Σιάτζκο και Β.Μπιζιντή έδωσαν μια ιδιαίτερη νότα στη σκηνή του μαντείου.
Η σκηνοθεσία του Ι.Σιδέρη ήταν κατα την άποψή μου υποδειγματική. Αποφεύγοντας την «αρχαία χλαμύδα» και τον απόλυτο μοντερνισμό, κινήθηκε, και πολύ σωστά σε μια «ψευδοιστορική» άποψη που πέτυχε την απόλυτη οπτική ισορροπία σε ένα έργο που μπορεί να γίνει πολύ εύκολα κιτς. Τα κοστούμια του Γ.Μετζικώφ ανέβασαν τον πήχη της παράστασης με τα υπέροχα χρώματα, και τις τόσο όμορφες μάσκες που χρησιμοποίησε. Ιδιαίτερα μου άρεσε η ιδέα της προβολής της ανατολής του ήλιου στη τελευταία πράξη του έργου που δημιούργησε μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα με τη υπέροχη μουσική του Καρρέρ.
Σε γενικές γραμμές είναι μια παραγωγή για την οποία η Λυρική πρέπει να είναι υπερήφανη για όλους ανεξαιρέτως τους συντελεστές της, και ας ελπίσουμε πως θα είναι το εφαλτήριο για την παρουσίαση και άλλων ξεχασμένων Ελληνικών Λυρικών έργων.
ΑΛΕΞΗΣ ΣΠΑΝΙΔΗΣ


28.1.10

“VOX POPULI...” ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ: ”ΠΕΡΙ ΚΡΙΤΙΚΩΝ”.


..Η ευγλωττία του Φράγκου κατακτητού ήτο ακαταμάχητος. “Πίστευσον ή σε φονεύω”....και όλος εκείνος ο όχλος επήδα εις την κολυμβήθραν ως αι νήσσαι εις τους λάκκους αφού βρέξει”
(Ε.Ροίδης “Η Πάπισσα Ιωάννα”)

Πριν λίγες μέρες η Λυρική Σκηνή που φέρει τον πολύπαθο τίτλο “Εθνική” ανακοίνωσε σε συνέντευξη Τύπου το πρόγραμμα της νέας Καλλιτεχνικής Περιόδου. Για να διασκεδάσουν τα πλήθη του αιμοδιψούς οπερόφιλου Κοινού , πετάχτηκαν στα θηρία του Κολοσσαίου ως Χριστιανοί Μάρτυρες οι κατάπτυστοι μουσικοκριτικοί ενώ τα πλήθη αλαλάζοντα φώναζαν “Πιστεύσατε ή σας φονεύουμε”.
Αλλοίμονο όμως τα θηρία αναγνωρίζοντας την ηπιότητα και την νηφαλιότητα και κυρίως την αθωότητά τους, αρνήθηκαν να τους αγγίξουν και αντ' αυτού κάθισαν δίπλα τους σαν άκακα ζωάκια.
Το έγκλημά τους , ήταν πως αποδέχθηκαν χωρίς καμία διάθεση κριτικής ό,τι τους σέρβιρε η προηγούμενη Διοίκηση ως μάνα εξ ουρανού. Τίποτε το πιο ανακριβές. Ο υπογράφων πάρα πολλές φορές κατέκρινε τις επιλογές των υπευθύνων προγραμματισμού όποτε έκρινε αναγκαίο, χωρίς φόβο και πάθος, ενώ παραγωγές που ανέβαζαν το καλλιτεχνικό και μουσικό επίπεδο των παραστάσεων αντιμετωπίζονταν θετικά. Ο κριτικός οφείλει να παραμένει απόλυτα ειλικρινής ως προς τον εαυτό του , αλλά και ως προς το κοινό που τον διαβάζει.
Βεβαίως πολύ θα ήθελαν ορισμένοι να μην υπήρχαν, ή να είναι έγκλειστοι και φιμωμένοι μέσα σε ένα μουσικό Νταχάου, όπου θα τιμωρούνταν ανάλογα με τις αισθητικές τους απόψεις, και στο τέλος της ημέρας θα έκαναν την αυτοκριτική τους. Αυτομαστιγούμενοι, και ταπεινωμένοι θα παρακολουθούσαν για χιλιοστή φορά την Αιγυπτιώδη χρυσοποίκιλτη “Αίντα” από παράσταση της Αρένας της Βερόνας σαν το ύψιστο παράδειγμα αισθητικής τελειότητας.
Έτσι μετά από μερικά χρόνια αισθητικής λοβοτομής θα ήταν έτοιμοι να παραδοθούν στις Λυρικές Αίθουσες, καταχειροκροτώντας ό,τι τους προσφέρεται χωρίς ίχνος κριτικής διάθεσης. Όμως αυτά δυστυχώς ανήκουν στη σφαίρα της υπερβολής, ή μήπως όχι; Μήπως άραγε ο κίνδυνος να συμβούν αυτά δεν είναι και δα και τόσο μακρινός; Γιατί όμως αυτό το μένος εναντίον τους; Ποιόν ή ποιούς κάνουν να νοιώθουν άβολα με την παρουσία τους και ποιους βολεύει η σιωπή τους;
Δεν νομίζω πως εδώ είναι ο χώρος για να δικαιώση κανείς ή να απαξιώση το έργο των κριτικών, αυτό ανήκει σε άλλου είδους χώρους. Οι μουσικοκριτικοί υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν, όσο υπάρχει Τέχνη. Σίγουρα πολλές φορές σφάλλουν ή έχουν αναχρονιστικές απόψεις, αυτό θα το δει κανείς αν ανατρέξει σε κριτικούς του παρελθόντος. Όμως στην Τέχνη δεν υπάρχει τίποτα το σίγουρο και το ασφαλές. Δεν υπάρχουν όπερες που είναι πιο δημοφιλείς από άλλες απλούστατα γιατί η Τέχνη είναι μια δυναμική που αλλάζει μαζί με τα γούστα και την αισθητική της κάθε εποχής. Κάποτε ο “Φάουστ” του Γκουνώ ή η “Εβραία” του Αλεβύ ήταν τα πιο δημοφιλή έργα, αργότερα κατέστησαν σπάνια, σήμερα επανέρχονται….
Οι υπεύθυνοι λοιπόν της ΕΛΣ καλά θα κάνουν να ασχοληθούν ο καθένας με τον τομέα του, στον οποίο είμαι σίγουρος πως μπορούν να προσφέρουν και να πετύχουν πολλά, και ήδη το έχουν κάνει , χωρίς όμως να ρίχνουν ευθύνες σε άλλους για τις αποτυχίες της κάθε Διοίκησης στους κριτικούς, οι οποίοι στο κάτω κάτω είναι υποχρεωμένοι να βλέπουν και να ακούνε τα πάντα (πολλές φορές με κίνδυνο της ψυχικής τους υγείας), ακριβώς γιατί νοιώθουν την ευθύνη του έργου που επιτελούν, δηλαδή να καταγράφουν με γνώμονα την γνώση και την μουσική τους παιδεία, όσο πιο ειλικρινά μπορούν, τα τεκταινόμενα επί σκηνής, ούτως ώστε η άποψή τους να βοηθήσει τους δημιουργούς στο έργο τους. Δεν είναι δουλειά τους να δημιουργούν αισθητικά ρεύματα, απλά να τα καταγράφουν και να τα αξιολογούν, βοηθώντας έτσι το κοινό να τα εκτιμήσει. Ο επιφανής Μητρόπουλος (όχι ο γελοιογράφος αλλά ο μαέστρος) είπε κάποτε πως το κοινό προτιμάει να αναγνωρίζει και όχι να γνωρίζει, δουλειά λοιπόν των κριτικών είναι να βοηθούν το κοινό να γνωρίζει χωρίς φόβο και πάθος κάτι που σήμερα μπορεί να είναι ριζοσπαστικό, αύριο όμως μπορεί να είναι κλασσικό. Μόνο έτσι θα μπορεί ο κριτικός να είναι ειλικρινής και να στέκεται άφοβα μπροστά σε αυτούς που τον διαβάζουν, γιατί υπενθυμίζω σε όλους ανεξαιρέτως πως “scripta manent” όπως έλεγαν οι Λατίνοι, τα “γραπτά παραμένουν”, τα λόγια χάνονται στον αέρα, όπως άλλωστε και οι παραστάσεις...
ΑΛΕΞΗΣ ΣΠΑΝΙΔΗΣ

26.1.10

"VOX POPULI…ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ. ΤΑ ΕΡΓΑ"

Ενα Θέατρο Λυρικό που σέβεται τον εαυτό του αρχίζει πάντα με μια νέα παραγωγή. Φέτος όμως δεν έχει ούτε μία, ενώ το Πρόγραμμα της ΕΛΣ επικεντρώνεται κυρίως στο καλοκαιρινό Φεστιβάλ όπου προτίθεται να ανεβάσει τον «Ναμπούκκο» του Βέρντι φαντάζομαι σε νέα παραγωγή. Σε όλη τη διάρκεια της καλλιτεχνικής περιόδου παρουσιάζονται μόνο επτά έργα, όλα επαναλήψεις, ίσως η φτωχότερη περίοδος της ΕΛΣ τα τελευταία χρόνια.
Ξέρω, η γνωστή δικαιολογία, δεν έχουμε λεφτά οι καιροί είναι δύσκολοι, και τα τοιαύτα ,των υπευθύνων για την καλλιτεχνική λυρική πενία. Πόσες φορές ο κόσμος θα δεί την ίδια παράσταση , πόσες φορές θα δεί αυτή την δύστυχη την «ΤΟΣΚΑ» όσο όμορφη και ευφάνταστη παραγωγή και άν είναι. Σίγουρα ένα θέατρο πρέπει να ξαναπαρουσιάζει παλιές παραγωγές, αλλά όχι κάθε χρόνο, μόνο και μόνο για να ξελασπώνει οικονομικά, γιατί ας το καταλάβουν οι υπεύθυνοι των πολιτιστικών μας πως αν δεν επενδύσης , δεν πρόκειται να έχεις και κέρδος, και η Λυρική πρέπει να επενδύσει σε νέους ανθρώπους, νέους σκηνοθέτες, και να αποτινάξει απο πανω της τον συντηρητισμό και τον επαρχιοτισμό που την διακρίνει τα τελευταία χρόνια. Μιλάμε για το πρώτο Λυρικό Θέατρο μιας Ευρωπαικής χώρας, όχι ένα επαρχιακό θεατράκι μιας ιταλικής κομώπολις.
Αυτο που πρέπει να αναρωτηθούν οι υπεύθυνοι απο τον Υπουργό Πολιτισμού μέχρι και τον τελευταίο χορωδό είναι, τι θέλουν τελικά να είναι η Λυρική, τι ρόλο πρέπει να παίζει στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι τόσο του τόπου μας μας όσο και της Ευρώπης της οποίας είμαστε άλλωστε μέλη, όχι μόνο για να παίρνουμε χρήματα, αλλά και να αποδίδουμε πολιτισμό, που άλλωστε είναι και το μεγαλύτερο κεφάλαιό μας, πως πρέπει να ανοιχτεί στα σύγχρονα ρεύματα τόσο εδώ όσο και έξω. Η Λυρική και υλικό έχει, και πανάξιους καλλιτέχνες και πολύ μεγάλο δυναμικό, οφείλει λοιπόν να το αξιοποιήσει με έξυπνο τρόπο, και όχι να το κάνει «παθητικό» καταδικάζοντάς το να επαναλαμβάνει τα ίδια και τα ίδια σαν μαθητής που δεν έμαθε ακόμα το μάθημά του.
Οταν γίνει αυτό και η Λυρική θα έχει να επιδείξη ένα σημαντικό προγραμματισμό μόνο τότε θα βρεί και τους χορηγούς που θα την στηρίξουν, γιατί πόσες φορές θα πληρώνουν για την ίδια παραγωγή ξανά και ξανά, αν δεν έχεις προιόν να πουλήσεις , για να μιλήσουμε και με τους όρους της αγοράς, κανείς δεν θα αγοράσει, γιατί όπως λέει και λαός «περσυνά ξυνά σταφύλια», και πιός τα θέλει αυτά στο τραπέζι του...
Νέες παραγωγές λοιπόν, μαζί με επιλεγμένες παλιές που έχουν αποδείξει την διαχρονικότητά τους , αλλά με μεγάλο μεσοδιάστημα παρουσίασης, νέοι σκηνοθέτες που έχουν κάτι να πούν, και έργα που άν και έξω απο το γνωστρό ρεπερτόριο , αξίζουν να παρουσιασθούν και να τα γνωρίσει το κοινό, με λίγα λόγια έξυπνος και τολμηρός προγραμματισμός, μόνο τότε θα έχει πετύχει το σκοπό της η Λυρική, και όχι με το να βάφει κοκινόχρυσο το φουαγιέ, με γλαστρούλες , κόκινα χαλιά, σαν λόμπυ Σοβιετικού επαρχιακού ξενοδοχείου της δεκαετίας του 50, και με το να ντύνει τους ταξιθέτες τορεαντόρ, αν δηλαδή ανέβει η «ΜΠΟΕΜ» τι θα τούς ντύσουν, ζητιάνους ;
Για να έρθουμε όμως στο προκείμενο, η Λυρική έχει όλα τα φόντα, και καλλιτεχνικά και τεχνικά, αυτό λοιπόν που μένει είναι αυτός ο μηχανισμός να δουλέψει στη σωστή κατεύθυνση και όχι να παραμείνει στάσημος και να σκουριάσει. Μόνο τότε θα δούμε φώς στην άκρη του τούνελ, γιατί δυστυχώς στην Τέχνη η «επανάληψη δεν είναι η μήτηρ μαθήσεως» αλλά ο δήμιος της.

ΑΛΕΞΗΣ ΣΠΑΝΙΔΗΣ